ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ - ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Ντουντούκα
Θρύλε Θεέ, χρονιά πολλά, 100 χρόνια και δεν είναι αρκετά...

Υποκριτική και υποκρισία

Υποκριτική και υποκρισία
Παρασκευή, 13 Ιανουαρίου 2012 - 20:49

Ή αλλιώς, ο «κύκλος των χαμένων ποιητών». Αλλά ας μην ανησυχεί η ταχυπαλμία. Θα φθάσουμε ως εκεί αμέσως μόλις ο Ρόμπιν Γουίλιαμς αρχίσει να χοροπηδάει από την καρέκλα του, προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια των μαθητών του. Οδηγώντας τους ακόμα και στον θάνατο. Ίσως, πάλι, όχι.

Όπως μπορώ να κατανοήσω, το ξύλο στο παιδί έχει, ενδεχομένως, εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Ήμουν από εκείνους που διαφωνούσαν καθέτως στο γεγονός ότι το «να τις βρέχει» ένα γονιός στον πιτσιρικά του μπορεί να προσφέρει γνώση. Εν τούτοις, έχω την αίσθηση, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, ότι πρόκειται για ένα μάθημα, η θρεπτική αξία του οποίου δεν γίνεται εξηγήσιμη παρά μόνο μία συγκεκριμένη στιγμή, που δεν έχει έρθει ακόμα. Δεν γίνεται, ωστόσο, να παραβλεφθεί το γεγονός ότι, ευρισκόμενοι σε μία εποχή- που το ορατό αντίστοιχο του ρυθμού της βρίσκεται στην παύση των ομιλιών στον δρόμο και στις βιαστικές χειραψίες- που οι γονείς είναι πολύ κουρασμένοι ακόμα και για να δέρνουν τα παιδιά τους, εκείνοι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν κοντά στο μισό του 20ου αιώνα και που εν τέλει μεγαλούργησαν είναι ένα εξελιγμένο ανθρώπινο είδος, πολύ φοβάμαι περισσότερο από τους τωρινούς 30άρηδες. Και νομίζω ότι σπανίως βρίσκεις άνθρωπο, που οι πρώτες αναμνήσεις του είναι δομημένες στη δεκαετία του ’50, που να μην είναι ξυλοφορτωμένος από τους γονείς του ή ακόμα και από τον δάσκαλο, πάντα με διδακτικό τρόπο, έστω κι αν αυτό κρύβει, προφανώς, μέσα του μία ευχαρίστηση που είναι δύσκολο να την αρνηθείς.

Πλέον, βεβαίως, το ξύλο στην παιδική και στην εφηβική ηλικία μπορεί να είναι δείγμα κακοποίησης, ειδικά από κάποιον άνθρωπο που δεν είναι γονιός. Η συγκεκριμένη μέθοδος είχε γίνει ένας εχθρός προ των πυλών και τώρα έχει φύγει πίσω από την πόρτα, η οποία μπορεί να ανοίγει άνετα. Για ποιο λόγο, όμως, συμβαίνει αυτό;

Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι έγινε επειδή ο άνθρωπος του δυτικού κόσμου εκπολιτίστηκε τόσο πολύ που να αφήσει κατά μέρος αυτόν τον διδακτικό τρόπο. Διότι δεν απορρέει από πουθενά ότι η δημιουργικότητά του φέρνει σε άλλη διάσταση αποτελέσματα και, κυρίως, ότι η αντοχή προς τις αταξίες μεγάλωσε. Είμαι πολύ πιο πρόθυμος να ενστερνιστώ την άποψη ότι οι αταξίες μειώθηκαν. Προφανώς, η ποινή ερχόταν επειδή το παιδί δεν αρκούταν στην απορία, αλλά ήθελε να τη μετουσιώσει σε πράξη. Αν αυτή ήταν αξιόποινη, τότε το παιδί ήξερε την τιμωρία του. Το θέμα, ασφαλώς, από εκεί και ύστερα, ήταν η επανάληψή της. Διότι τότε φαινόταν ξεκάθαρα ότι στον μικρό διάολο η πράξη άρεσε. Την έκανε, λοιπόν, μετ’ εμποδίων, προσπαθώντας να κρυφτεί όσο ήταν δυνατόν.

Τη μέρα του τελικού του Ευρωμπάσκετ του 1991- στην τελευταία παράσταση της ανεπανάληπτης Γιουγκοσλαβίας- ο Γιοκερίβο μου τις έβρεξε για τα καλά, επειδή ανέβηκα τις σκάλες μίας οικοδομής απέναντι από το γυμναστήριό μου. Μας είχε προειδοποιήσει, εμένα και την Τζοκαρίνα, ότι είναι επικίνδυνο να μπούμε εκεί μέσα, αλλά ήξερα ότι κάπου εκεί κρυβόταν ένας θησαυρός. Τη δε μέρα την τρίτη, αυτός ο θησαυρός ήταν τα αποτυπώματα από την παλάμη του Πάντρε Παντρόνε, που δεν μου στέρησαν, πάντως, την ευκαιρία να δω τον Τόνι Κούκοτς να σηκώνει (μελαγχολικός, σαν σκηνή από ταινία προσεχώς) την κούπα.

Περιέργως πώς, αυτή η σκηνή ήρθε στο μυαλό μου με την είδηση ότι ενδέχεται να παρθεί πίσω η απόφαση που θα καταργεί την ώρα της θεατρικής αγωγής από τα σχολεία. Το θέατρο ήταν, πάντα, μία αμφιλεγόμενη κατάσταση στην Ελλάδα τουλάχιστον: ενώ άφηνε θεατές με το στόμα ανοικτό, ενώ κάθε νύχτα τα δάκρυά τους ανασύρονται από το πάτωμά του και μιμούνται τον χορό γερόντων ο οποίος γεννούσε τη σιωπή στο ένα επίπεδο, εκείνο ίσως της καθιστικής πραγματικότητας, οι ίδιοι που έμεναν ενεοί ήταν οι συντηρητικοί γονείς που ούρλιαζαν, όταν τα βλαστάρια τους τούς ανακοίνωναν ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. «Τι, θα γίνεις θεατρίνος;», ήταν η επωδός που έκανε τις περσίδες να γρυλλίζουν. Αυτή η απορία έμοιαζε να μην έχει απάντηση, διότι το «θεατρίνος» ακουγόταν αυτομάτως σαν βρισιά, που δεν θα άρεσε καθόλου στους ιεροεξεταστές. Εν τούτοις, δεν ήταν ακριβές τι εννοούσαν οι γονείς, τι σήμαινε αυτή η λέξη, για ποιο λόγο την έλεγαν με τέτοιο τονισμό. Ήταν ένα λεκτικό ισοδύναμο του «θα τυφλωθείς», που έλεγαν οι Ιταλίδες μανάδες στα παιδιά τους (και κυρίως στο «Σινεμά ο Παράδεισος» αυτή η σκηνή είναι υπέροχη), για να τους σταματήσουν από την αυτοϊκανοποίηση. Δεν δόθηκε ποτέ μία επαρκής εξήγηση για ποιο λόγο η ακολουθία αυτού του κλάδου πρέπει να οδηγήσει στην πυρά.

Η υποκριτική και η υποκρισία πόρω απέχουν. Η πρώτη είναι κατάθεση: ψυχής, κορμιού και μυαλού και δεν συναντιέται μόνο στους θεατρικούς, αλλά και στους…θεατρισμούς. Ο μουσικός που σηκώνει το σαξόφωνο στον αέρα, ψηλά, ο χορευτής που διακωμωδεί τον «Καρυοθραύστη», χορεύοντας κλακέτες, ο δάσκαλος, που απαγγέλει τον «Θούριο» του Ρήγα και γίνεται εκείνος ο μεταλαμπαδευτής, μπαίνοντας σε μία χρονική πραγματικότητα την οποία νόμιζε ότι ήταν αρκετά ώριμος πια για να αποφύγει. Η υποκριτική καταδυναστεύει την υποκρισία και αυτό δεν είναι μόνο ρομαντικό, αλλά και πρακτικό, στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου εμφανίζεται καθαρά. Και δεν θα μπορούσες παρά να υποκλιθείς στη θεατρικότητα του Χριστού, όταν επιτίθεται στους Γραμματείς και στους Φαρισαίους, εκείνους τους υποκριτές, λέγοντας ότι «έχετε κάνει μπουρδέλο τον οίκο του Θεού».

Η θεατρική αγωγή στο δημοτικό είναι μάθημα επιλογής. Δεν θα πω ότι θα έπρεπε να είναι αναγκαστικό, διότι θα πάρει ώρα για να φτιαχτεί μία λίστα με το ποια θα έπρεπε να είναι τα αναγκαστικά μαθήματα. Αυτό που είναι απαραίτητο για ένα παιδί, ωστόσο, είναι να γλιτώσει την κατάθλιψη. Από τη δυστυχία δεν ξεφεύγει το ανθρώπινο πλάσμα, παρ’ όλα αυτά ο χώρος σώζοι και δεν είναι καθόλου υπερβολική η σύνθεση. Σε χώρες με κρύο, όπως είναι, ας πούμε, η Ρωσία, που το εξωτερικό περιβάλλον δεν ενδείκνυται, το θέατρο και η λογοτεχνία είναι ένα μέσο κατάθλιψης και αυτό αποτυπώνεται, στη διαρκή τάση για αυτοχειρία του Ντοστογέφσκι, μαζί με την καταστροφικότητα, την αναφορά στη ματαιότητα της ζωής του Τολστόι και το εγγενές δράμα του Νικολάι Γκογκόλ. Στην Ελλάδα, που η ζέστη μοιάζει με το υπέρτατο προνόμιο, όχι μόνο επειδή αναδεικνύει, με αυτό το κιτρινοπορτοκαλί χρώμα, τις ομορφιές της χώρας, αλλά και, διότι μοιάζει να διαφοροποιεί το έθνος από το κράτος σε μεγάλο βαθμό, τέτοιο που μετά την τουρκοκρατία- και αν αναλογιστεί κανείς την απίστευτη ξενομανία που οι κάτοικοι της χώρας διαθέτουν, ως καμουφλαρισμένο σύνδρομο μίζερης ανωτερότητα- οι πολιτιστικές εξάρσεις μοιάζουν να είναι αποκλειστικά κατόρθωμά του, ένας περίπατος στο πάρκο, μία βόλτα στον ήλιο.

Το θέατρο υπήρξε ελληνική αποκλειστικότητα, τόσοι και τόσοι «απλοί» άνθρωποι, όπως λένε οι σε όλα μονοτονικοί παρουσιαστές σοβαροφανών εκπομπών, νιώθουν υπερτυχεροί που είδαν τη Λαμπέτη, την Παξινού, τον Μινωτή, τον Χορν και τον Κατράκη, το «Μεγάλο μας Τσίρκο». Η χρησιμότητα της θεατρικής αγωγής δεν είναι να βγάλει ηθοποιούς. Είναι ότι σε μία κοινωνία φόβου το παιδί μπορεί να αποφύγει να γίνει άκαμπτο στο μέλλον, να γλιτώσει τη στενοχώρια η οποία μοιάζει με ένεση κολλημένη στη φλέβα του, να γλεντήσει, αρχικά μαθαίνοντας να παίζει με συνεργασία, και έπειτα γνωρίζοντας μέσα του τη γνώση που χαρίζουν τα αριστουργήματα των παλαιών και των σύγχρονων καιρών.

Το θέατρο ρίχνει τις μάσκες: της δυσκαμψίας, της αρτηριοσκλήρωσης και της επιφανειακής επιδειξιμανίας, γίνεται το όχημα για την προσωπική ελευθερία και έχει θρησκευτική αύρα, αφού μπορεί να εκκολάψει τα πολύμορφα και πολύχρωμα αυγά του μέσα στη σιωπή ή στον θόρυβο της ασυμμετρίας των βαριών ανασών.

Πηγαίνοντας σήμερα στη δουλειά, κρύωνα μέσα στο αυτοκίνητο. Έτσι, φόρεσα την κουκούλα του παλτό μου μέσα στο αμάξι και κοίταξα στον καθρέφτη, για να δω αν με κάνει με διεστραμμένο καλόγερο σε ναό με πεινασμένες καλόγριες, που τη νύχτα κλέβει παπύρους από το Βατικανό, ό,τι θα ήθελα να είμαι δηλαδή. Αν και το πρόσωπό μου δεν φαινόταν, στην κουκούλα καθρεφτίζονταν οι κόρες των ματιών μου, κάνοντάς τη να μοιάζει με ένα δερμάτινο θηρίο με μαύρα μάτια. Έμεινα εκεί για πολλή ώρα και αναρωτιόμουν πώς γίνεται να κοιτάζω τον καθρέφτη και ενώ το πρόσωπό μου δεν φαίνεται, τα μάτια έχουν κάνει την κουκούλα να μοιάζει με τον δολοφόνο της Κάρμεν Ηλέκτρα σε μία Happy Halloween. Ήταν ένας ακίνητος αυτοσχεδιασμός, που δεν επιδιώχθηκε, απλώς υπήρχε, σκοτεινός και που προσδοκούσε να αλλάξει κάποια ροή στο σύμπαν, η οποία προφανώς είναι ανεξήγητη.

ΠΑΕ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ - ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ

Διαβάστε επίσης

ΤΗΝ... ΑΚΟΥΣΑΝ ΣΤΕΡΕΟΦΩΝΙΚΑ!

ΤΗΝ... ΑΚΟΥΣΑΝ ΣΤΕΡΕΟΦΩΝΙΚΑ!

Δεν πρόκειται με σταυρωμένα τα χέρια να κάτσουμε και να τη… φάμε, που έλεγε και μια ψυχή! Εδώ είμαστε, στις πολεμίστρες, στην πρώτη γραμμή! ΟΛΟΙ!