(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον «ΓΑΥΡΟ» στις 28/06/2017)
Μια κουβέντα για τον γίγαντα Νταβίντ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΠΑΜΠΗΣ ΧΡΙΣΤΟΓΛΟΥ
Οταν το καλοκαίρι του 2010 τον έφερε ο Βαλβέρδε στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ΓΑΥΡΟΙ το έριξαν στην γκρίνια. Δεν τον ήξεραν τον Νταβίντ, δεν τους γέμιζε το μάτι, ήθελαν κάτι πολύ πιο φανταχτερό για να πανηγυρίσουν. Σήμερα, εφτά χρόνια μετά, δεν υπάρχει ΓΑΥΡΟΣ κανονικός που να μη στεναχωριέται που ο Φουστέρ δεν παίζει πια στον Ολυμπιακό. Ο γίγας Νταβίντ, λοιπόν, που φόρεσε και το περιβραχιόνιο του Ολυμπιακού και πριν λίγες μέρες ανακοίνωσε ότι κρεμάει τα παπούτσια του. Και είναι γίγας γιατί σε κάθε ματς που έπαιξε με τα ερυθρόλευκα έδωσε στην ομάδα κάτι παραπάνω από το 100% των δυνάμεών του. Ακούραστος εργάτης, αληθινός μαχητής, κορυφαίος συμπαίκτης και πάνω απ’ όλα ψυχάρα και κύριος στα αποδυτήρια.
Ούτε γκρίνιες όταν έμενε εκτός αποστολής προς το φινάλε της καριέρας του στον Πειραιά, ούτε βεντετισμοί. Ο Φουστέρ είναι από τις περιπτώσεις εκείνων των ανθρώπων που σέβονται μέχρι και το τελευταίο ευρώ που μπαίνει στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Επαγγελματίας με όλη τη σημασία της λέξης και δουλευταράς. Δεν είναι τυχαίο που κατάφερε με τα προσόντα του αυτά να δεθεί όσο λίγοι με τον κόσμο του Ολυμπιακού. Κι ας μην ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο που έχει παίξει ποτέ μπάλα. Είναι ένα κείμενο χρωστούμενο, λοιπόν, αυτό. Για έναν ποδοσφαιριστή που αν ήταν γεμάτος ο κόσμος από παίκτες σαν κι αυτόν μπορεί το ποδόσφαιρο να μην ήταν όμορφο, να μην έμοιαζε με αυτό που παίζουν οι Βραζιλιάνοι, αλλά θα ήταν πολύ πιο αληθινό. Και θα έφτιαχνε φανατικούς οπαδούς ξανά από την αρχή.
Oχι οπαδούς που θα πάνε στο γήπεδο για να σπάσουν το κεφάλι του αντιπάλου, αλλά οπαδούς δεμένους με αυτούς που παίζουν με τα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας. Και τους οποίους θέλουν να δίνουν μέχρι και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα τους σε κάθε αγώνα. Κερδίζουν ή χάνουν. Eνας από αυτούς τους σπάνιους τύπους είναι ο Νταβίντ Φουστέρ. Μακάρι να βρεθούν στο δρόμο του Ολυμπιακού κι άλλοι πολλοί σαν κι αυτόν…