Ντουντούκα
Θρύλε των γηπέδων, Ολυμπιακέ!

Η λεπτή απόχρωση της συγκίνησης

Η λεπτή απόχρωση της συγκίνησης
Τετάρτη, 26 Σεπτεμβρίου 2012 - 15:31

Με επτά χρόνια να συμπληρώνονται από τότε που η εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ του 2005 στο Βελιγράδι, οι εικόνες είναι φυσιολογικό να επιστρέφουν, να βρίσκουν τους μυημένους. Οι ανατροπές με τη Ρωσία και με τη Γαλλία. Το σόλο του τελικού, η βράβευση από πέντε μεγάλους Σέρβους. Το δεύτερο κεκτημένο Ευρωπαϊκό της εθνικής ομάδας, 18 χρόνια μετά το 1987, σαν μία οφειλή που εκπληρώθηκε με εορτάζοντες την αμέσως επόμενη γενιά μπασκετικών, που δεν μπορούσαν να σταματήσουν να ακούνε τους παλιούς να κοκορεύονται ότι έπιαναν τις γωνίες του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας στο Ευρωμπάσκετ του 1987.

Αυτό το Ευρωμπάσκετ έμοιαζε πιο δύσκολο: ήταν σε ξένη έδρα, η ομάδα του Παναγιώτη Γιαννάκη βρισκόταν σε δυσμενή θέση αρκετές φορές μέσα στο τουρνουά, και έπρεπε να αντιστρέψει μία διαφορά που φαινόταν απίθανο να κάνει, απέναντι σε μία ομνάδα που απέπνεε αυτοπεποίθηση μπαίνοντας στο τελευταίο λεπτό του ματς.

Όμως κάτι λείπει.

Στην πραγματικότητα, είναι η λεπτή απόχρωση της συγκίνησης. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, όμως όλα ήταν εντελώς διαφορετικά εκείνον τον Ιούνιο του 1987 στην Αθήνα. Δεν είναι μόνο η επιτυχία. Υπάρχουν οι παράγοντες που καθορίζουν το πόσο ξεχωριστή είναι. Κυρίως, η λεπτή απόχρωση της συγκίνησης, η οποία είναι η αδελφή της απάτης.

Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, η έλλειψη αθλητικών επιτυχιών και ενός λόγου που θα ένωνε έναν καταπονημένο λαό. Ένας μοναδικός ήρωας, ο Νίκος Γκάλης. Το μπάσκετ που εκτόξευσε, μέσω ανεπανάληπτης φρενίτιδας, τη δημοτικότητά του και ο τρόπος που πήρε η Εθνική το τρόπαιο. Όλα αυτά που μοιάζουν πολιτιστικά μνημεία για τον ελληνικό αθλητισμό.

Δεν είναι πάντα το χρονικό πεδίο που καθορίζει τη συγκίνηση. Ο δισκοβόλος με τα 4 συνεχόμενα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, Αλ Έρτερ, είχε πει ότι το αγαπημένο του ήταν το τέταρτο, «επειδή κανείς δεν περίμενε να νικήσω». Οι φίλαθλοι της ομάδας μπάσκετ του Ολυμπιακού δεν βάζουν κοντά το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1997 με εκείνο του 2012. Η ανατροπή, οι ηρωικές ενέργειες που προσδίδουν επαναστατικότητα, μία αντίδραση πάνω σε κάτι που φαίνεται ότι θα γίνει καθεστώς, ο τρόπος είναι που δημιουργεί τη σαγήνη. Μία τρόπον τινά αθλητική ομορφιά, κάτι κόντρα στη ροή των καταστάσεων. Κάτι που θα μπορούσε να ξεπερνά το όνειρο.

Η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του 2005, στις 25 Σεπτεμβρίου, βρήκε μία Ελλάδα ξεθυμασμένη και ξεζουμισμένη από τις αθλητικές επιτυχίες. Τον προηγούμενο χρόνο, μέσα σε ένα καλοκαίρι, κερδίσθηκε η θέση στην αιωνιότητα. Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου πέτυχε κάτι πραγματικά πέρα από κάθε λογική: ήταν τόσο μεγάλη η επιρροή του Euro, που το να περίσσευε ενέργεια στον φίλαθλο να πανηγυρίσει με τον ίδιο τρόπο 14 μήνες μετά, θα συνιστούσε θαύμα. Και μετά, τον Αύγουστο του 2004, η Αθήνα φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που είναι η απόλυτη εικόνα της πατριωτικής γιορτής αλλά και του παγκόσμιου χωριού, το ανώτατο πολυπολιτισμικό πανηγύρι. Μετά από μία σειρά από ξέφρενα πάρτι ακόμα και εκείνος που θεωρούσε ότι δεν έχει σταματημό έπρεπε να ξαποστάσει λίγο. Πάνω σε αυτήν την περίοδο ξεκούρασης, προέκυψε αυτή η επιτυχία. Ήταν πελώρια, ένα απίθανο κατόρθωμα. Αλλά έπεσε στην περίοδο που το ρεζερβουάρ δεν είχε γεμίσει ακόμα.

Ούτως ή άλλως, η αθλητική λογική του Έλληνα βρίσκεται στο αποτέλεσμα. Η μεγαλύτερη νίκη της εθνικής μπάσκετ δεν ήρθε το 1987, ούτε το 2005, αλλά την 1η Σεπτεμβρίου του 2006, κόντρα στις ΗΠΑ, στη Σαϊτάμα, στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος μπάσκετ. Όμως αυτή επισκιάστηκε από το γεγονός ότι η γαλανόλευκη έχασε το χρυσό μετάλλιο από την Ισπανία. Εκείνο το 101-95 ήταν το απόλυτο κομψοτέχνημα των εθνικών ομάδων, αλλά «θάφτηκε» από το να αποτελεί έντονη ανάμνηση στο φέρετρο της ήττας από τους Αμερικάνους. Είναι κρίμα να κοστολογείται έτσι μία προσπάθεια, αλλά στις show biz δεν χωρούν συναισθηματισμοί.

Η ίδια η επιτυχία του Βελιγραδίου θα έχει πάντα την ξεχωριστή θέση στη λίστα με τις επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού. Αλλά δεν έχει αυτό το κάτι. Αν ένας σκηνοθέτης είχε τρία σάουντρακ για να ντύσει τέσσερις επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού, είναι πιθανό ότι αυτό το τρόπαιο που κατέληξε στα χέρια του αρχηγού Μιχάλη Κακιούζη, θα το άφηνε με ήχο φυσικό: οι νεράιδες στην «Μπεογκράτσκα», οι πέντε μεγάλοι Σέρβοι γκάνγκστερ, Βλάντε Ντιβατς, Ζάρκο Πάσπαλιε, Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, Ζόραν Σάβιτς που βράβευσαν την κορυφαία πεντάδα, η απίθανη εμφάνιση του Θοδωρή Παπαλουκά στον τελικό και το standing ovation για τον Ντιρκ Νοβίτσκι, είναι στιγμές που ενέχουν τη μουσικότητα που πρέπει, όχι για να σταθούν ως μιούζικαλ αλλά, για να μην μοιάζουν με ταινία του Μπέργκμαν, που ντύνεται μέσα στη σιωπή.

Διαβάστε επίσης

Η οφειλή του 1995

Η οφειλή του 1995

Στις 5 Οκτωβρίου πληρώνεται, από την Ελλάδα προς τη Γιουγκοσλαβία, ένα χρέος που κρατάει 17 ολόκληρα χρόνια.