Το κληροδότημα του Μιλάνοβιτς
«Αυτός που βλέπετε», είπε ο Νίκολα Στάμενιτς στους παίκτες του Ολυμπιακού στο Καρπενήσι και έδειξε τον άντρα με τον χοντρό σβέρκο, «την πρώτη μέρα της προετοιμασίας θα είναι έτοιμος». «Αυτός» ήταν ο Ιγκόρ Μιλάνοβιτς, με όλες τις καταχρήσεις που έκανε το καλοκαίρι, όπως συνηθίζουν οι Γιουγκοσλάβοι. Με τσιγάρα και με ποτά. Με πολλά τσιγάρα και με πολλά ποτά. Ο Μιλάνοβιτς είχε πάρει κιλά και ήταν αγνώριστος. Οι πολίστες του Ολυμπιακού, το καλοκαίρι του 1998, δεν πίστευαν ότι αυτό το θηρίο είχε γίνει έτσι.
Και την πρώτη μέρα της προετοιμασίας ήταν έτοιμος. Το γνώριμο τριγωνικό, συμμετρικό, «χτισμένο» κορμί. «Παίζαμε τουρνουά και όταν δεν έπαιζε και έβγαινε έξω και έκανε λάστιχα. Ισομετρικές ασκήσεις, που τότε δεν τις ξέραμε εδώ», θυμήθηκε ο Χάρης Παυλίδης. Ο νυν τεχνικός της ομάδας πόλο Γυναικών δεν ήταν η εξαίρεση σε όλους τους αμυντικούς του κόσμου που έβρισκαν τον μπελά τους με τον Μιλάνοβιτς. Ο Γιουγκοσλάβος φουνταριστός συνήθιζε να στριφογυρίζει γύρω από τους αμυντικούς σαν ήρωας του Ρόμπερτ Ροντρίγκες, ένας Καπετάν Μιχάλης του παγκόσμιου πόλο, αντρειωμένος, λεβέντης και με τον αέρα να μην τον αγγίζει, σαν τον ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη. Αν δεν το πετύχαινε την πρώτη φορά, επέστρεφε και το έκανε και δεύτερη, σαν τιμωρία που ποτέ δεν τελειώνει αν δεν γίνει σωστά. «Ιγκόρ, αν το κάνεις σε μένα αυτό θα σε πιάσω κεφαλοκλείδωμα», του είχε πει σε ένα τουρνουά που έγινε το 1993 ο τότε αμυντικός του Ολυμπιακού, Χάρης Παυλίδης, ως γνήσιος Ουρουγουανός, που περισσότερο από την ήττα δεν αντέχει την ατίμωση. Αυτή η απέχθεια, η σχεδόν επιβιωτική επιθυμία τον γλίτωσε από μπελάδες και ξεκίνησε έναν τρικούβερτο καυγά στο παιχνίδι μεταξύ των δύο ομάδων στο ίδιο τουρνουά. Απέναντι στη Ρόμα, που είχε και τον Μασιμιλιάνο Φερέτι στη σύνθεσή της, ο Ολυμπιακός στάθηκε εξαιρετικά. Ο Παυλίδης έπρεπε να τα βάλει με το θηρίο σε άμυνα ζώνης, την οποία πρόσταξε την ομάδα να παίξει ο τότε προπονητής της, Μπόρις Ποπόφ. Σε μία φάση ο Μιλάνοβιτς δέχθηκε μία κακή πάσα, ο Έλληνας αμυντικός την έκλεψε και στην επίθεση βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον Ιγκόρ τον τρομερό, πάνω στον οποίο έκανε την ίδια ντρίμπλα που εκείνος σχεδόν προσευχόταν να μη «φάει». Η Παρτιζάν δέχθηκε το γκολ και ο μεγάλος σταρ της άρχιζε να βρίζει τους πάντες. Πρώτα τον συμπαίκτη που του έδωσαν κακή πάσα, μετά τους συμπαίκτες του που δεν τον κάλυψαν στην άμυνα, μετά τους διαιτητές… Ήταν η αρχή του κακού, που έφερε τον καυγά.
Πριν έρθει στον Ολυμπιακό ο Χάρης Παυλίδης και γίνει παίκτης της ομάδας και αργότερα προπονητής στο τμήμα των Γυναικών, ήταν στον Άρη και ήταν συμπαίκτης με τον Νώντα Σαμαρτζίδη, πριν εκείνος φύγει για τον Εθνικό. Για την ακρίβεια, αυτή η φουρνιά παικτών είχε ζήσει την αποκαθήλωση των «κυανόλευκων» του Πειραιά, το 1986, όταν ένα γκολ του Γιώργου Μαυρωτά το 1986 έδωσε τη νίκη στον ΝΟ Βουλιαγμένης, ήταν το σημείο καρποφορίας της γέννησης των θρυλικών «Μπέμπηδων» και χάρισαν στη Γλυφάδα, του Μίλε Νάκιτς στον πάγκο και του Βαγγέλη Πάτερου στο νερό, το πρώτο πρωτάθλημα. Ο Μιλάνοβιτς, τότε, ήταν ήδη ο κορυφαίος φουνταριστός του κόσμου. Δύο χρόνια μετά, υπό τις οδηγίες του Ράτκο Ρούντιτς, η εθνική Γιουγκοσλαβίας επανέλαβε τον θρίαμβο του Λος Άντζελες. Ο Ρούντιτς, όπως τόσοι και τόσοι συμπατριώτες του σε όλα τα ομαδικά σπορ μετανάστευσε στη δύση- διότι ακόμα και στην υγιή Γιουγκοσλαβία, η ιστορία «παίζω για να ζήσω και να σταματήσω να είμαι φτωχός» ίσχυε»- και στον πάγκο κάθισε ο Νίκολα Στάμενιτς. Το καλοκαίρι του 1991, από τις 18 έως τις 25 Αυγούστου, οι Γιουγκοσλάβοι πήγαν στην Αθήνα για να παίξουν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Είχε προηγηθεί το Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, το 1991 και το τελεσίγραφο της κυβέρνησης της Σλοβενίας στον Γιούρι Ζντοβντς, ο οποίος επέστρεψε άρον άρον στην πατρίδα του πριν τον ημιτελικό με τη Γαλλία. Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι και Μαυροβούνιοι ήξεραν ότι θα παίξουν μαζί για τελευταία φορά. Σε εκείνη τη διοργάνωση ο Νικόλας Δεληγιάννης είδε, για πρώτη φορά από κοντά, τον Ιγκόρ Μιλάνοβιτς.
ΤΟ BALL BOY ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΛΑΚ ΤΖΑΚ
Ο νυν τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, των τεσσάρων Ολυμπιακών Αγώνων πια, δεν είχε κλείσει ακόμα τα 15 χρόνια όταν έγινε η διοργάνωση. Όπως συμβαίνει συχνά με τους πιτσιρικάδες, όταν άρχισε να κάνει πόλο ζαλίστηκε από τον έρωτα. Το παιχνίδι ήταν πολύ διαφορετικό τότε και, όπως συμβαίνει συνήθως, οι μεγαλύτεροι πια το μνημονεύουν ως μία κατάσταση στην τελειότερη μορφή της. Για τον Δεληγιάννη και τους άλλους σπουδαίους πολίστες- και παγιωμένους στη μυθιστορία- της Ελλάδας που ξεμύτισαν στη συμφωνία του τάιμινγκ με την ποιότητα στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Μιλάνοβιτς φάνταζε ένας γίγαντας. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους σπουδαίους, τον Μανουέλ Εστιάρτε, τον τερματοφύλακα Αλεξάντερ Σόσταρ, τον Πέτερ Μεσβενιγεράτζε και άλλους.
Εκείνη η διοργάνωση ήταν ένα όνειρο για τους πιτσιρικάδες. Η Γιουγκοσλαβία είχε νικήσει, αλλά η σαμπάνια δεν ήταν το φάρμακο που θα το έβαζε πάνω στις πληγές της και θα επουλώνονταν. Η ιστορία θα έγραφε ότι οι Γιουγκοσλάβοι θα έχαναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1992 και κάθε διοργάνωση που θα γινόταν από το 1992 έως το 1995, και όταν θα επέστρεφε, πάλι ως Γιουγκοσλαβία στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας, τους Κροάτες θα τους έβρισκε απέναντί της, στα προημιτελικά και θα αναγκαζόταν σε ήττα. Ο Στάμενιτς είχε πάρει, μετά από πολύ ζόρι, σε εκείνη την ομάδα τον Μιλάνοβιτς. Ο «Στρατηγός» δεν ήθελε ούτε εκείνον, ούτε τον Ντράγκαν Άντριτς που είχε σταματήσει το πόλο, στην εθνική Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μιλάνοβιτς και ο Τύπος της χώρας του έκαναν πόλεμο, ώστε να τον πάρει. Ο Στάμενιτς υποχώρησε, ο Άντριτς μπήκε στο προπονητικό τιμ, οι Γιουγκοσλάβοι πλασαρίστηκαν στην όγδοη θέση, χάνοντας και στο ματς κατάταξης από τις ΗΠΑ, με 12-8!
Τετάρτη, 10 Οκτωβρίου 2012. Στο Ντουμπάι ο Ιγκόρ Μιλάνοβιτς βρίσκεται ως αρχιπροπονητής της Παρτιζάν για το 1ο διεθνές τουρνουά πόλο. Η πρώτη ομάδα και ο νέος προπονητής της, Βλαντιμίρ Βουγιασίνοβιτς, έχουν παραμείνει στο Βελιγράδι για προπονήσεις. Η Παρτιζάν έχει πάρει τον δρόμο της, φτιάχνοντας νέους παίκτες σε μία ανεξάντλητη παραγωγή. Στη θέση του Φιλίπ Φιλίποβιτς είναι ο Νίκολα Ντέντιτς, στη θέση του Άντρια Πρλαΐνοβιτς ο Ντούσαν Μάντιτς. Είναι μία ομάδα που έχει πρότυπο τρόπο λειτουργίας στην ακαδημία της και κάθε χρονιά, στο τσακίρ κέφι, προωθούνται δύο από 500 παιδιά που έχουν το όνειρο να φορέσουν το ασπρόμαυρο σκουφάκι και να νιώσουν την ανατριχίλα της επιτυχίας. Ο Μιλάνοβιτς συναντά τους Έλληνες στο Εμιράτο- όπως τον εδώ και χρόνια γκάσταρμπαϊτερ Κυριάκο Γιαννόπουλο- και 21 χρόνια μετά από τότε που τον είδε από κοντά πρώτη φορά, ο Νικόλας Δεληγιάννης πιάνει συζήτηση μαζί του. Θέμα, η φιλοσοφία πόλο. «Είναι προσωπικό δεδομένο το τι είπαμε», τόνισε ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, που δεν θέλησε να μοιραστεί, παρά εξαιρετικά περιμετρικά, τη στιγμή. Είναι άλλη μία αθλητική ιστορία, μία από τις πολλές με το βάθος του παραμυθιού που συμβαίνουν στον κόσμο ανά πάσα ώρα και στιγμή. Μετά από 21 χρόνια, όταν κάποια παιδικά μάτια έβλεπαν τον Μιλάνοβιτς να στριφογυρίζει ανάμεσα στους αμυντικούς, όταν έχασκαν ακόμα και όταν κολυμπούσε στο ζέσταμα, όταν έβλεπαν την προσήλωση με την οποία άκουγε τον προπονητή του- και ο Στάμενιτς τότε δεν ήταν αυτός που είναι τώρα για τους Έλληνες- δύο άντρες μιλούσαν στο πιο σύγχρονο κολυμβητήριο του κόσμου, έχοντας διαγράψει μία εξωφρενική πορεία. Σχολίαζαν το πόλο ως ισότιμοι συνομιλητές και ο ένας άκουγε τον άλλο, τη θεωρία και τον τρόπο που βλέπει το παιχνίδι. Ένα υπέροχο χωροχρονικό μπλακ τζακ. Λένε ότι οι μεγάλοι παίκτες δεν γίνονται καλοί προπονητές, διότι έχουν την απαίτηση από τους παίκτες του να κάνουν όσα έκαναν εκείνοι με ευκολία. «Αυτό είχε πάθει ο Τάμας Φάραγκο όταν ήταν προπονητής», θυμήθηκε ο Χάρης Παυλίδης την περίπτωση του θρυλικού Ούγγρου. «Αναρωτιόταν γιατί οι πολίστες του δεν μπορούσαν να κάνουν ό,τι εκείνος. “Μα είναι εύκολο”, τους έλεγε. Έπαιρνε 10 μπάλες, έμπαινε στο νερό, το έκανε. Αλλά πάλι δεν άλλαζε τίποτα».
Στην περίπτωση του Μιλάνοβιτς δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ίσως να ήταν που κοούτσαρε παίκτες με ταλέντο, ίσως να ήταν η αίσθηση ότι θα έπρεπε να είναι πιο λογικός, να συνεχίσει τη διδαχή σε μία συγκεκριμένη φιλοσοφία, ίσως κάτι που φέρνει η άλλη εικόνα για το παιχνίδι, ένα θηριώδες πλαίσιο που αναδεικνύεται με τα ψιλά γράμματα. Πάντως, έγινε πολύ καλός προπονητής. «Ο καλύτερος που είχα στην καριέρα μου μετά τον Στάμενιτς», είχε δηλώσει ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου τον Δεκέμβριο του 2010, λίγες μέρες πριν επιστρέψει για πρώτη φορά στον Πειραιά ως προπονητής του Ολυμπιακού. Εκείνο το ματς, στις 18 Δεκεμβρίου του 2010, κατέληξε σε νίκη της Παρτιζάν με 9-7, στο λάφυρο της Παρτιζάν που ο τότε αρχηγός των «ερυθρόλευκων», Νικόλας Δεληγιάννης, έδωσε στον Χατζηθεοδώρου να υπογράψει και στο λαμπερό χαμόγελο του Μιλάνοβιτς, όχι για τη νίκη αλλά, διότι «είναι υπέροχα κάθε φορά που βρίσκομαι στον Πειραιά».
«ΦΩΤΙΑ» ΣΤΟ ΦΟΡΟ ΙΤΑΛΙΚΟ
Ο Χατζηθεοδώρου θέλει να γίνει προπονητής. Για την ακρίβεια, πριν βρει δουλειά στον Νηρέα Λαμίας, ο Χατζηθεοδώρου περίμενε να υπάρξουν διαδικασία ώστε να ισχύει ως επίσημο το δίπλωμα του προπονητή που θα έπαιρνε από σχολή η οποία είχε ήδη δρομολογηθεί από την Κολυμβητική Ομοσπονδία. Ο πρώην αρχηγός του Ολυμπιακού βλέπει το μέλλον του και στο πόλο, ως επαγγελματίας προπονητής. Αυτή η ροπή δημιουργήθηκε στο Βελιγράδι, βλέποντας τον Μιλάνοβιτς να δουλεύει. Ο «Τεό» ήταν στη σωστή ηλικία για να αντιλαμβάνεται ότι βρισκόταν ενώπιον μίας νέας κοσμοθεωρίας, που, στην τελική, έφερε τρεις τίτλους στην Παρτιζάν τη σεζόν 2010-11, με μόνο λεγεωνάριο στο ρόστερ της τον Έλληνα.
Είναι ακριβώς εκείνος ο τελικός της 4ης Ιουνίου, ένα παιχνίδι που η Παρτιζάν συνέθλιψε τη Ρέκο στο «Φόρο Ιτάλικο» και εκείνη η στιγμή στο ζέσταμα, λίγο πριν αρχίσει ο τελικός, που ο Μιλάνοβιτς, με βλέμμα που γυάλιζε, άρχιζε να κάνει διαστάσεις- εκτάσεις και που κατεδείκνυε ότι η ομάδα του μπήκε σε πόλεμο, για να πάρει το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της μετά το1976, όταν ο ίδιος ήταν πιτσιρικάς πολίστας και ίσως να φαινόταν ότι είχε ταλέντο, αλλά όχι τόσο ταλέντο.
Ο Ντράγκαν Άντριτς ήταν στο αεροπλάνο που επέστρεφε από την Κάλυμνο και το Final 4 του Κυπέλλου Ελλάδος και όταν, μέσω του Γιάννη Φουντούλη, τα νέα έγιναν γνωστά, κατάλαβε, αλλά για εκείνον δεν άλλαξε κάτι. Ο Μιλάνοβιτς κατάφερε να στείλει την Παρτιζάν στην κορυφή της Ευρώπης μετά από 35 χρόνια, όσα χρειάστηκε και η ΤΣΣΚΑ Μόσχας στο μπάσκετ. Και μπορεί δύο Θεόδωροι να ήταν ο σύνδεσμος, ο κλώτσος που χρειαζόταν για να ξεκινήσει το παραμύθι, αλλά η άλλη σύμπτωση που είχαν οι δύο κατακτήσεις, πέρα από την ίδια χρονική απόσταση και το γεγονός ότι δύο Έλληνες με το ίδιο όνομα βρέθηκαν σε εκείνη τη θέση- λες και υπήρχε γραμμένη κάπου πριν από 150 χρόνια μία προφητεία από έναν Υδάτινο Άγιο, που έβλεπε το πόλο και αυτήν την ιστορία να εμφανίζεται μπροστά τους- οδηγεί στα πρόθυρα της παράνοιας, μίας συλλογιστικής που, σε όρους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το εξώκοσμο και με το μεταφυσικό, είναι δύσκολο να αποδοθούν: όπως συνέβη στην περίπτωση του Αλεξάντερ Γκομέλσκι, που πέθανε το 2005 και δεν πρόλαβε να δει την ΤΣΣΚΑ να επιστρέφει στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ για πρώτη φορά μετά το 1971 και εκείνον τον τελικό της Αμβέρσας- που ο Σεργκέι Μπέλοφ έγινε παίκτης-προπονητής της ΤΣΣΚΑ λόγω ασθένειας της «ασημένιας αλεπούς», ένα ατόπημα που παρά τον θρίαμβο της ομάδας του κόκκινου στρατού ο Γκομέλσκι δεν συγχώρησε, και ίσως ήταν εκείνος που έριξε την κατάρα, την οποία δεν μπόρεσε να πάρει πίσω- έτσι και ο Βλάχο «Μπάτα» Όρλιτς, ο σοφός Νέστορας του γιουγκοσλαβικού πόλο και πιονέρος της μεγάλης των πλάβι σχολή στην πισίνα, πέθανε το 2010 και δεν πρόλαβε να δει την Παρτιζάν του, την ομάδα πού από το 1964 έως το 1976 είχε κατακτήσει έξι Κύπελλα Πρωταθλητριών, να επιστρέφει στον θρόνο της.