Ντουντούκα
Θρύλε των γηπέδων, Ολυμπιακέ!

Το θαύμα της Βέρνης

Το θαύμα της Βέρνης
Τρίτη, 27 Μαΐου 2014 - 18:45

Για να είναι μία ιστορία αξιοσημείωτη, χρειάζεται να έχει έναν κορμό από χαρακτήρες που κυριεύονται από τα πάθη τους και τον εγωισμό τους, ο οποίος περισσότερο από οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση πετυχαίνει το δράμα στην ουσία του, βάζει τον θεατή στη διαδικασία του δέους, να έχει ανατροπές και ένα τέλος που δεν το περιμένει κανείς. Δηλαδή να έχει την πλοκή που οδήγησε στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1954 και την πλοκή του ίδιου του παιχνιδιού που γέννησε έναν μύθο, μία εθνική ομάδα η οποία για πάνω από μισό αιώνα από εκείνη τη στιγμή θα ήταν ένα από τα πλέον αξιοσέβαστα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα στο ποδόσφαιρο.

Δεν είναι χαζοί οι Γερμανοί που έκαναν μία ιστορία για τον συγκεκριμένο θρίαμβο σε ταινία. Το «θαύμα της Βέρνης» είναι από τις ωραιότερες ταινίες που έγιναν ποτέ. Το χρονικό διάστημα που η Δυτική Γερμανία πήγε στην Ελβετία, κάθε άλλο από αναπτυγμένη χώρα ήταν. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος μισούσε τη χώρα. Δεν είχαν περάσει παρά μόλις εννιά χρόνια από τη στιγμή που τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και 9 χρόνια είναι πολύ λίγα για να ξεχάσεις οτιδήποτε. Από τότε που βομβαρδίστηκαν οι Δίδυμοι Πύργοι έχουν περάσει 13 χρόνια. Ξεχνάς εκείνον που σου έκλεψε την γκόμενα ακόμα και μετά από 25 χρόνια, αν είσαι παντρεμένος, έχεις 3 παιδιά με τον πρωτότοκό σου να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι; Πφφφ. Με τίποτα.

Το 19ο μέρος των ιστοριών του gavros.gr είναι, προφανώς, αφιερωμένο σε εκείνο το ματς και εκείνο το απίθανο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κάποιος, ειδικά κάποιος κάτω των 50, ότι η Ουγγαρία τότε ήταν τόσο μεγάλο φαβορί που εκείνη η νίκη θεωρείται, πέραν ενός κατορθώματος άνευ προηγουμένο, μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλητισμού.

Αυτό που είναι απαραίτητο, για να αντιληφθεί κάποιος μία εποχή η οποία είναι ολότελα διαφορετική από τη σημερινή σε ό,τι αφορά τις συνήθειες και την εκτίμηση των καταστάσεων. Ο κόσμος μπορούμε να πούμε ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πιο αισθησιακός. Αν εξαιρεθεί η Ελλάδα- μία από τις λίγες χώρες που ενεπλάκησαν στον Πόλεμο και όμως η μέρα ανεξαρτησίας του δεν γιορτάζεται- για πολλά χρόνια ο κόσμος ζούσε την ανάσα που παίρνει η ανθρώπινη ψυχή για να κάνει κουράγιο. Υπήρχε η Ουγγαρία με τη λεπτή αίσθηση της τέχνης στους ανθρώπους της, τους Μαγυάρους και τις τσιγγάνες, τους ανυπότακτους που βρέθηκαν στο ανατολικό μπλοκ. Η Σοβιετική Ένωση ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά ζήλευε τη μικρή Ουγγαρία. Αν στα όνειρά της η Σοβιετική Ένωση γινόταν ξανά παιδί, θα ήθελε να τρέχει στους δρόμους της Βουδαπέστης. Και αυτό που όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος ζήλευε από αυτήν την υπέροχη σχολή ήταν, αναμφισβήτητα, η «Αραντσιπάτ».

Στα ούγγρικα «aranyczapat”. Που σημαίνει η Χρυσή Ομάδα. Η ουγγρική αθλητική σχολή ήταν πραγματικά συγκλονιστική εκείνη την εποχή. Είχε μέχρι και ανταγωνιστική ομάδα στο μπάσκετ, αν μπορεί κάποιος να το φανταστεί. Η εκπαίδευση ήταν παντού ίδια. Η Ουγγαρία ήταν, πολύ πριν η Γιουγκοσλαβία γίνει, μία αθλητική σχολή, που η διαπαιδαγώγηση και ο τρόπος εκμάθησης ήταν ίδιος για κάθε σπορ, επειδή η αθλητική φιλοσοφία ήταν ίδια. Αυτό που έδωσαν οι Ούγγροι στον αθλητισμό είναι, ας πούμε, έναν τεράστιο βράχο στη μετατροπή των σπορ σε επιστήμη. Μία τέτοια προσφορά δύσκολα αντικαθίσταται.

Φυσικά, η ποδοσφαιρική ομάδα της χώρας1 προκαλούσε τρόμο στο παγκόσμιο στερέωμα. Χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, το 1952, πήγαινε στο Μουντιάλ της Ελβετίας, όντας το μεγάλο φαβορί και όχι χωρίς λόγο. Μέσα σε έξι μήνες πέτυχαν 13 γκολ σε δύο ματς κόντρα στους Άγγλους. Στις 25 Νοεμβρίου του 1953 νίκησαν 3-6 μέσα στο Γουέμπλεϊ και έγινε η πρώτη ομάδα που δεν ανήκε στο σύμπλεγμα του Νησιού που επικράτησε των «τριών λιονταριών» στη χώρα τους. Στις 23 Μαΐου του 1954 οι Άγγλοι επισκέφθηκαν την Ουγγαρία επιζητώντας την εκδίκηση, τρεις εβδομάδες πριν την έναρξη του Μουντιάλ, και έφαγαν ακόμα χειρότερα τα μούτρα τους: σε συνδυασμό με το 3-6 (και την εκπληκτική ντρίμπλα του Φέρεντς Πούσκας στον Μπίλι Ράιτ στο παιχνίδι εκείνο) το 7-1 συνιστούσε μεγάλη ατίμωση για μία από τις πλέον περήφανες εθνικές ομάδες.

1 Υπάρχει ακόμα μία σπουδαία νίκη, πλην όλων εκείνων που πέτυχαν οι Ούγγροι και θεωρούνται πραγματικά σημαντικές. Η σημειολογία των γεγονότων, μάλιστα, θα έπρεπε να την κάνει να θεωρείται κομβική. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1956 η ομάδα που τότε είχε προπονητή τον μετέπειτα τεχνικό του Ολυμπιακού Μάρτον Μπούκοβι- έναν από τους τρεις Γενάρχες του ουγγρικού ποδοσφαίρου, μαζί με τον πρώην ομοσπονδιακό τεχνικό Γκούσταβ Σζέμπες και τον Μπέλα Γκούτμαν (τον οποίο θα έχετε ακούσει πάνω από μία ντουζίνα φορές αν παρακολουθούσατε ΑΝΤ1 και Europa League, καθώς η περίφημη «κατάρα» του για τα 100 χρόνια της Μπενφίκα χωρίς ευρωπαϊκό τρόπαιο βρίσκεται εν εξελίξει, μία ιστορία που προφανώς ρημαδιάστηκε από την επανάληψη· στην πραγματικότητα, ο Μπέλα Γκούτμαν έχει διατελέσει και προπονητής του Παναθηναϊκού στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μάλιστα επειδή ήταν πια μεγάλος άνθρωπος κοιμήθηκε κατά τη διάρκεια παιχνιδιού, κάτι που δεν στάθηκε δυνατό να αμαυρώσει τον συνολικό θρύλο του) αφού δημιούργησαν το σύστημα 4-2-4- νίκησε με σκορ 1-0 τη Σοβιετική Ένωση στο «Λένιν» της Μόσχας με γκολ του Ζόλταν Τσίμπορ, ενώπιον 102.000 θεατών! Οι Σοβιετικοί θύμωσαν με αυτό το ματς και κατόπιν την προσπάθεια Ούγγρων φοιτητών να ανοίξουν τα φτερά τους και βομβάρδισαν τη Βουδαπέστη.

Αυτός ο βομβαρδισμός ήταν ο λόγος που η «Αραντσιπάτ» διαλύθηκε. Όχι η ήττα στον τελικό του Μουντιάλ του 1954. Από εκείνο το ματς της Βέρνης έως και το παιχνίδι στο «Λένιν» οι Ούγγροι δεν είχαν γνωρίσει καμία ήττα! Αυτό επίσης σημαίνει ότι αν δεν έμπαιναν τα σοβιετικά τανκς στη Βουδαπέστη τον Οκτώβριο του 1956 το σερί ίσως συνεχιζόταν, μια και από το 1950 οι Ούγγροι είχαν παίξει 42 ματς, είχαν 34 νίκες, 7 ισοπαλίες και μόλις 1 ήττα! Μπορεί να σταματούσε, αλλά η συγκεκριμένη ομάδα θα έδινε σίγουρα το «παρών» στο Μουντιάλ του 1958, στη Σουηδία. Οι περισσότεροι από τους παίκτες της συγκεκριμένης ομάδας ζήτησαν άσυλο στην Ισπανία και κάπως έτσι ο Πούσκας βρέθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης και οι Σάντορ Κότσιτς και Τσίμπορ στην Μπαρτσελόνα.

ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΒΕΡΝΕΡ ΛΙΜΠΡΙΧ

Για λαός πειθαρχημένος, οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τη λέξη «wunder» πολύ συχνά. Όλα άρχισαν από τότε, από το 1954. «Das wunder von Bern». Έπειτα, σε περιπτώσεις που η τρομακτική ψυχραιμία τους για όσο χρονικό διάστημα χρειαζόταν καταστρατηγούσε τους νόμους της λογικής πριν από παιχνίδια, η γερμανική εκδοχή της λέξεως «θαύμα» βρισκόταν πρώτη στη διάταξη. Παρά το γεγονός ότι οι ανατροπές είχαν αποκτήσει ήδη τη στατιστική κατηγορία τους, οι Γερμανοί επέμεναν να τις κατατάσσουν στην κατηγορία των θαυμάτων.

Ο Χίτλερ είχε ήδη αυτοκτονήσει, η αριότητα κλονιζόταν και ο Χέλμουτ Ραν ήταν μέθυσος. Ήταν ένας ακραίος επιθετικός της Ροτ Βάις Έσεν, μίας καλής ομάδας του γερμανικού πρωταθλήματος. Ακόμα και τότε, Γερμανοί αιχμάλωτοι στα βάθη της Σοβιετίας (ο «χειμώνας της Μόσχας» ήταν το τέλος του πολέμου) επέστρεφαν στα σπίτια τους. Υπήρχε μία πρωτόγονη χαρά στις γειτονιές, η χαρά του είδους της ανυπακοής σε οποιοδήποτε καθήκον. Η Δυτική Γερμανία προετοιμαζόταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο χωρίς πολλές ελπίδες αλλά με παράλογες απαιτήσεις. Οι εφημερίδες το σκεφτόντουσαν να στείλουν δημοσιογράφους, αφού πέρα από το οικονομικό ζήτημα- κοιτάξτε, από τότε που δημιουργήθηκε, η Ελβετία ήταν πάντα Ελβετία: η μόνη φορά που πραγματικά διαφοροποιήθηκε η χώρα από την άποψη της τέχνης ήταν ο Ρότζερ Φέντερερ- υπήρχε και η αίσθηση της ματαιοπονίας, της κάλυψης μίας αποτυχίας. Δεν ήταν μόνο οι Ούγγροι, που έμοιαζαν με το ακλόνητο φαβορί: ήταν οι Βραζιλιάνοι που ήθελαν επιτέλους ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, οι παγκόσμιοι πρωταθλητές Ουρουγουανοί, ακόμα και οι Αυστριακοί, που είχαν μία ομάδα γεμάτη αρτίστες (αν και κανέναν του βεληνεκούς του πρώτου μεταφορικού Μότσαρτ στην ιστορία, Ματίας Ζίντελαρ).

Οι Γερμανοί, ωστόσο, είχαν έναν πολύ έξυπνο προπονητή, τον Ζεπ Χεπμπέργκερ και έναν αρχηγό ανυπέρβλητο, τον Φριτς Βάλτερ, ο οποίος ήταν η ευρωπαϊκή εκδοχή του Ομπντούλιο Βαρέλα. Ο σεβασμός του ενός προς τον άλλο ήταν ένας καλός οιωνός, αλλά όχι τόσο καλός ώστε να μπορεί η γερμανική ομάδα, στην πρώτη παρουσία της σε Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να αντιπαρέλθει τις σπουδαίες ομάδες εκείνης της εποχής.

Ούτως ή άλλως, δεν ήταν ένα συγκρότημα μεγάλης εμβέλειας, τουλάχιστον έως τότε. Πηγαίνοντας στην Ελβετία ήξεραν ότι η πρώτη θέση του ομίλου είναι «καπαρωμένη» από τους Ούγγρους. Στο πρώτο ματς του ομίλου τους νίκησαν την Τουρκία με σκορ 4-1, ενώ οι Ούγγροι έκαναν παρέλαση απέναντι στη Νότιο Κορέα, επικρατώντας με σκορ 9-0, η πιο μεγάλη σε έκταση νίκη σε Παγκόσμιο Κύπελλο ως τότε. Όταν οι δύο ομάδες επρόκειτο να συναντηθούν, ο Χεπμπέργκερ πήρε την απόφαση να μην ξεκινήσει τους βασικούς. Στο ματς της 20ης Ιουνίου του 1954 στη Βασιλεία, οι Γερμανοί παρατάχθηκαν χωρίς τον τερματοφύλακα Τόνι Τούρεκ, τους Μαξ Μόρλοκ, Ότμαρ Βάλτερ, Χανς Σέφερ. Ο Χέλμουτ Ραν, που έπαιξε, λογιζόταν στους βασικούς. Ο Χεπμπέργκερ θεωρούσε το παιχνίδι απέναντι στην Ουγγαρία χαμένο, για αυτόν τον λόγο δεν ήθελε να δείξει όλα τα χαρτιά του στον Γκούσταβ Σζέμπες. Ούτως ή άλλως, τότε το ποδόσφαιρο δεν είχε αλλαγές και οι παίκτες που έμεναν στον πάγκο σε καμία περίπτωση μπορούσαν να παίξουν. Οι Ούγγροι έκαναν πλάκα στους Γερμανούς, νικώντας τους με σκορ 8-3 χάρη στα 4 γκολ που έβαλε το… πολυβόλο που άκουγε στο όνομα Σάντορ Κότσιτς. Αλλά σε μία φάση ο Βέρνερ Λίμπριχ, ο Γερμανός αμυντικός της Καϊζερσλάουτερν που σε εκείνο το παιχνίδι φορούσε το «10», τραυμάτισε τον Φέρεντς Πούσκας. Ο ηγέτης της εθνικής Ουγγαρίας αποχώρησε, αφού κιόλας η νίκη είχε κριθεί και ο Λίμπριχ δεν έπαιξε ξανά στο Μουντιάλ. Τα πράγματα με τον «Πάντσο» ήταν πολύ σοβαρά, υπό την έννοια ότι η φύση του τραυματισμού του ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να πάρει μέρος στο Μουντιάλ.

Σε ό,τι αφορά τον Χέλμουτ Ραν, εκείνο το βράδυ της ήττας από την Ουγγαρία βγήκε και τον… επέστρεψαν σηκωτό στο ξενοδοχείο της ομάδας. Ο Χεπμπέργκερ, που σηκωνόταν παρέα με τα κοκόρια, τον άκουσε και ο Ραν, ο οποίος έμενε στο ίδιο δωμάτιο με τον Φριτς Βάλτερ, έμεινε εκτός αποστολής από το παιχνίδι με την Τουρκία. Ήταν φανερό, ηλίου φαεινότερο, ότι το Μουντιάλ για εκείνον είχε τελειώσει.

ΤΟ ΥΠΕΡΕΓΩ ΤΟΥ «ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ»

Ο Φέρεντς Πούσκας ήταν, εκείνη την εποχή, ο πιο χαρισματικός ποδοσφαιριστής του κόσμου (μαζί με κάποιον που ο κόσμος δεν γνώριζε ακόμα, δηλαδή τον Αλφρέντο ντι Στέφανο. Είχε τόσο εύκολα τα γκολ όσο τα έχει ο Κριστιάνο Ρονάλντο και ο Μέσι τώρα και στην εθνική Ουγγαρίας πλαισιωνόταν από επίσης χαρισματικούς ποδοσφαιριστές. Παρασημοφορημένος συνταγματάρχης του ουγγρικού στρατού, ο Πούσκας ήταν ο θεμέλιος λίθος εκείνης της ομάδας. Η προσωπικότητά του ήταν που έκανε την τρανταχτή διαφορά. Φυσικά, οι συμπαίκτες του ήταν εξίσου χαρισματικοί με τον ίδιο ποδοσφαιρικά. Χωρίς τον «Πάντσο» στον προημιτελικό με τη Βραζιλία, οι υπόλοιποι παίκτες του Σζέμπες επέδειξαν απαράμιλλο ποδοσφαιρικό τσαμπουκά. Το παιχνίδι της 30ης Ιουνίου έμεινε στην ιστορία ως «Η μάχη της Βέρνης», με τους Βραζιλιάνους να χάνουν τελείως τον έλεγχο. Ο Γιόζεφ Μπόζικ, ο Γκιούλα Λόραντ, ο Μιχάλι Λάντος, ο Ζόλταν Τσίμπορ, ο Νάντορ Χιντεγκούτι, ήταν γνήσια ποδοσφαιρικά διαμάντια. Αυτό που έχασε ο κόσμος, ήταν μία μονομαχία της Ρεάλ Μαδρίτης με τη Χόνβεντ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης. Το 1956, με τα τανκς να μπαίνουν στη Βουδαπέστη, το Κύπελλο Πρωταθλητριών είχε συμπληρώσει μόνο ένα χρόνο ζωής και η Χόνβεντ διαλύθηκε.

Αυτοί οι παίκτες τα κατάφεραν εξαιρετικά χωρίς τον Πούσκας. Στο παιχνίδι με τη Βραζιλία η Ουγγαρία προηγήθηκε, κατά το κλασικό, 2-0, στο 7’, με τα γκολ των Χιντεγκούτι και Κότσιτς, οι Βραζιλιάνοι μείωσαν με πέναλτι και όταν οι Ούγγροι έκαναν το 3-1, επίσης με πέναλτι του Μιχάλι Λάντος, οι Βραζιλιάνοι δημοσιογράφοι και επίσημοι έκαναν την πρώτη… μπούκα στο γήπεδο διαμαρτυρόμενοι για το σφύριγμα του Άγγλου διαιτητή Άρθουρ Έλις. Στο 71’ ο Μπόζικ και ο Νίλτον Σάντος έπαιξαν ξύλο και αποβλήθηκαν, ενώ ο Ζουλίνιο είχε μειώσει και ο Κότσιτς σκόραρε προς το τέλος. Το ματς έληξε 4-2 υπέρ των Ούγγρων, με τον Βραζιλιάνο φορ Ουμπέρτο Τόζι να κλωτσάει τον Γκιούλα Λόραντ. Μετά τη λήξη του παιχνιδιού οι Βραζιλιάνοι παίκτες μπήκαν στα αποδυτήρια των Ούγγρων και το ξύλο συνεχίστηκε, ενώ ο Γκούσταβ Σζέμπες, ο προπονητής της εθνικής Ουγγαρίας, έκανε 4 ράμματα.

Ο ημιτελικός με την Ουρουγουάη, ωστόσο, ήταν ένα ποδοσφαιρικό αριστούργημα, καμία σχέση με το προηγούμενο παιχνίδι. Ποιο ήταν το σημείο που άλλαξε ο κόσμος, που οι Ουρουγουανοί θεωρούνται σεσημασμένοι κακοποιοί και οι Βραζιλιάνοι αρτίστες, ουδείς ξέρει. Από το Μουντιάλ του 1954 αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Οι Ούγγροι προηγήθηκαν 2-0, με τους Τσίμπορ και Χιντεγκούτι, ο Χουάν Χόχμπεργκ σκόραρε δύο φορές σε 11 λεπτά, στο 75’ και στο 86’, και ο Σάντορ Κότσιτς έσωσε την ομάδα του στην παράταση, με τα γκολ του στο 109’ και στο 116’.

Το πέρασμα από τη Λατινική Αμερική ήταν θριαμβευτικό για τους Ούγγρους, αλλά δεν είναι ότι δεν τους άφησε κουσούρια. Εκτός της τεράστιας κούρασης, σωματικής και ψυχολογική, ο Γκούσταβ Σζέμπες αντιμετώπιζε το πιο σοβαρό πρόβλημά του: ο Φέρεντς Πούσκας ήθελε να παίξει στον τελικό. Και αυτή η επιθυμία έγινε απαίτηση. Δεν γινόταν να μην κάνει η ομάδα το χατίρι του ηγέτη της.

Ο «ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ» ΚΑΙ Η ΒΡΟΧΗ

Από την άλλη μεριά, η Δυτική Γερμανία είχε προβλήματα. Οι λίγοι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στη Βέρνη αμφέβαλλαν για το αν μπορεί να νικήσει ακόμα και την Τουρκία στο παιχνίδι μπαράζ για την πρόκριση στους προημιτελικούς. Ακόμα και μετά το 7-2 και την πρόκριση, οι δημοσιογράφοι της χώρας ήταν επίσης πολύ ανήσυχοι για τον προημιτελικό.

Σε εκείνο το σημείο ήταν που άλλαξε ο ρους της Δυτικής Γερμανίας. Η συζήτηση που είχε ο Χερμπέργκερ με τον Φριτς Βάλτερ είχε ως αποτέλεσμα να δώσει αμνηστία στον Χέλμουτ Ραν, ο οποίος είχε ήδη πωρωθεί από τις προκλήσεις του συγκατοίκου του. Ο «άσωτος υιός», λιώμα στα σκαλιά του ξενοδοχείου της Δυτικής Γερμανίας πέντε μέρες πριν, πέτυχε το ένα από τα δύο γκολ στο 2-0 επί της Γιουγκοσλαβίας. Κόντρα στην Αυστρία, στις 30 Ιουνίου, δεν σκόραρε, αλλά δεν χρειάστηκε, διότι η Δυτική Γερμανία νίκησε 6-1. Οι συνθήκες που έγινε το παιχνίδι δεν ευνοούσαν τους πιο ντελικάτους Αυστριακούς, αφού μέσα στη λάσπη έχασαν το ποιοτικό προβάδισμά τους. Συν τοις άλλοις, προέρχονταν από ένα ματς που είναι υποτιμημένο σε ό,τι αφορά τη θέση του στις λίστες των πραγματικά σπουδαίων παιχνιδιών του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Οι Αυστριακοί τα είδαν… όλα, αφού στο 19’ βρέθηκαν να χάνουν 3-0 και στο 34’ να νικάνε 5-3, σε ένα κονσέρτο για πολυβόλα, αφού οι Ελβετοί στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Το 5-3 μετατράπηκε σε 5-4, το 5-4 σε 6-5 πριν το σκορ κλείσει στο 76’. Οι τυχεροί που βρέθηκαν στη Λωζάννη είδαν ένα παιχνίδι που θα το διηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Οι Δυτικογερμανοί εξέπληξαν με την αντοχή τους και το διαρκές τρέξιμο ως το τέλος, «έσκασαν» τους Αυστριακούς και τους συνέτριψαν. Για πολλούς ποδοσφαιρόφιλους και σκεπτόμενους ανθρώπους, το συγκεκριμένο παιχνίδι αποτελεί το τέλος ενός κόσμου που η ταχύτητα δεν ήταν το σύμβολό της, αλλά ήταν η ομορφιά. Η εποχή των Αψβούργων πέρασε ανεπιστρεπτί και το τέλος της γράφτηκε σε αυτό το παιχνίδι. Η μυστήρια επιρροή του στον κόσμο, για τους απογοητευμένους φίλους του ρομαντισμού, είχε να κάνει κυρίως με την τεράστια αύξηση της ταχύτητας, η οποία πλέον είναι το πρώτιστο σημείο στη ζωή μας.

Πάντως, ακόμα και τότε, σε αυτόν τον θρίαμβο, οι Γερμανοί θεώρησαν ότι το ταξίδι τελείωσε. Ο Σεπ Χερμπέργκερ δεν βιαζόταν να «θάψει» την ομάδα του πριν από αυτόν τον τελικό. Σε συνέντευξη που έδωσε σε γερμανική εφημερίδα, ο Χερμπέργκερ αποκάλυψε την επιθυμία του να βρέχει στον τελικό. «Αν βρέχει θα έχουμε πολλές πιθανότητες. Αν βρέχει είναι ο καιρός του Φριτς Βάλτερ». Σύμφωνα με την ταινία «Το Θαύμα της Βέρνης», οι πρώτες σταγόνες βροχής βρήκαν τους Γερμανούς ακριβώς πριν την αναχώρηση της ομάδας για το «Βάνκντορφ». Η ταινία δείχνει τους παίκτες να πανηγυρίζουν, να γελάνε πριν μπουν στο πούλμαν.

Ο τελικός ξεκίνησε με τον Πούσκας μαινόμενο. Στο 6’ ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης» σκόραρε και δύο λεπτά αργότερα ο Ζόλταν Τσίμπορ έκανε το 2-0. Οι Γερμανοί ήταν τυχεροί: ο Μαξ Μόρλοκ μείωσε νωρίς και ο Χέλμουτ Ραν ισοφάρισε στο 18’. Ο επικείμενος βιασμός στο 8’ έγινε αμφιβολία στο 18’. Όσο η Ουγγαρία δεν μπορούσε να σκοράρει τόσο αγχωνόταν και όσο περνούσε ο χρόνος τόσο ο «Πάντσο» είχε πρόβλημα. Προς το τέλος, οι Ούγγροι έπαιζαν με έναν παίκτη μείον και στο 84’ ο Χέλμουτ Ραν χάρισε στη Δυτική Γερμανία το Παγκόσμιο Κύπελλο. Όσες δυνάμεις και αν συγκέντρωσε η Ουγγαρία και ο Πούσκας, που πέτυχε στο 88’ ένα γκολ το οποίο ακυρώθηκε επειδή βρισκόταν σε θέση οφσάιντ, οι Γερμανοί έκαναν τη δεύτερη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του ποδοσφαίρου, μετά τον προηγούμενο τελικό του Μουντιάλ και τη νίκη της Ουρουγουάης επί της Βραζιλίας στο «Μαρακανά».

Το γεγονός ότι 8 Γερμανοί ποδοσφαιριστές προσβλήθηκαν από ίκτερο τον χειμώνα του 1954 δεν άλλαξε σε τίποτα την εμβέλεια εκείνου του παιχνιδιού. Μία νέα ποδοσφαιρική δύναμη είχε γεννηθεί και, 60 χρόνια μετά, παραμένει μία τεράστια ομάδα, με μία φανέλα βαριά σαν ιστορία.

Διαβάστε επίσης

Πέναλτι... για γέλια

Πέναλτι... για γέλια

Σε αγώνα του Σερβικού πρωταθλήματος εκτελέστηκε ένα από τα πιο άσχημα πέναλτι της χρονιάς.

Η Βασίλισσα (δεν) σώζοι

Η Βασίλισσα (δεν) σώζοι

Η εκπληκτική ιστορία της εθνικής Αγγλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο από το 1966 και έπειτα και η κατάρα του γκολ που (δεν) μπήκε.