Ντουντούκα
Θρύλε των γηπέδων, Ολυμπιακέ!

Η Silenzio Stampa του Μπέαρζοτ

Η Silenzio Stampa του Μπέαρζοτ
Δευτέρα, 2 Ιουνίου 2014 - 04:10

Πριν αρχίσει να κυλάει η 20η ιστορία του gavros.gr για το Παγκόσμιο Κύπελλο και με την 21η να έχει προαποφασιστεί- δηλαδή να είναι εκείνη του Ζινεντίν Ζιντάν συνολικά αλλά και για το Μουντιάλ του 2006 συγκεκριμένα- ήρθε η ώρα για τις τιμητικές αναφορές. Ο χρόνος είναι ένα σχετικό μέγεθος, στην αρχή νομίζεις ότι υπάρχει αρκετός για να τα χωρέσεις όλα και μετά μένουν τρεις εβδομάδες, το Μουντιάλ ξεκινάει και έχεις ξεχάσει τα… πόδια σου. Η συγκεκριμένη σειρά κειμένων, βεβαίως, προσπάθησε να εξυπηρετήσει τον σκοπό της ψυχαγωγίας, παρ’ όλα αυτά είναι μερικές στιγμές στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων που έχει τύχει στον υπογράφοντα να βρίσκεται στον δρόμο και να μεμψιμοιρεί επειδή δεν χώρεσαν στο κείμενο. Οπότε ιδού οι τιμητικές αναφορές:

-Στον Ανατολικογερμανό Γιούργκεν Σπαρβάσερ. Για το γκολ που πέτυχε κόντρα στη Δυτική Γερμανία το 1974 και τον τρόπο που πέρασε το τείχος.

-Στο παιχνίδι της Αργεντινής με το Περού το 1978. Αυτό το ματς δημιουργεί αληθινή ντροπή για το γεγονός ότι δεν έχει κείμενο.

-Στον Βραζιλιάνο Λεονίντας και τον ημιτελικό της μουσολινικής Ιταλίας με τις μαύρες φανέλες στο Παρίσι το 1938.

-Στον πρώτο τελικό του Μουντιάλ, Ουρουγουάη-Αργεντινή, το 1930.

-Στο Ουρουγουάη-Γκάνα, στην προηγούμενη διοργάνωση.

-Στην πορεία της Κορέας στο Μουντιάλ του 2002.

Αλλά αυτά είναι. Οι δύο τελευταίες ιστορίες πρέπει να είναι πολύ δυνατές για να μην έχουν την ιστορία τους. Η εθνική Ιταλίας, που είναι η σύνδεση και στις δύο, είναι μία ομάδα που έχει 4 Παγκόσμια Κύπελλα. Το τέταρτο ήταν το 2006, το τρίτο το 1982.

Σε όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα που έχει συμμετάσχει, το να περνάει από τους ομίλους η Ιταλία συνεπάγεται τουλάχιστον πρόκριση στους ημιτελικούς. Το δύσκολο κομμάτι για τη συγκεκριμένη ομάδα είναι να περάσει τους ομίλους. Έχει, βεβαίως, τις ατυχίες της, αλλά σε μία μίνι ανασκόπηση που ξεκινάει από το 1954 (το 1934 και το 1938 κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, το 1930 δεν συμμετείχε) η σούμα πάει ως εξής: πέντε φορές αποκλεισμένη από τον όμιλο (το 1954, το 1962, το 1966, το 1974 και το 2010), δύο φορές έξω στους «16» (το 2002 στη «σφαγή» με την Κορέα και το 1986 όταν έχασε από τη Γαλλία), μία φορά έξω από τους «8», το 1998 στα πέναλτι από τη Γαλλία. Τις υπόλοιπες 6 φορές έχει φθάσει τουλάχιστον στους ημιτελικούς, αν και έχει αποκλειστεί μόνο μία φορά σε ημιτελικό, με την Αργεντινή στο δικό της Μουντιάλ το 1990. Και έχει πάει στον τελικό του 1970, του 1994, του 2006 και, φυσικά, του 1982, που ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμά της.

Αυτή η ιστορία δεν συμβολίζει μόνο το ιταλικό ζειν επικινδύνως, αλλά και όλη την παράνοια και το στυλ που υπάρχει στον αθλητισμό της χώρας. Όποιος κατευθείαν μπορεί να ανακαλέσει εκείνο το ισπανικό καλοκαίρι, 32 χρόνια πριν, με τον μεσημεριανό ήλιο να παίζει με τις σκιές στην κερκίδα, με το αληθινό ποδόσφαιρο να παίζεται μεσημέρι προς απόγευμα, θα θυμηθεί τη σάμπα και τις Βραζιλιάνες, σε μία από τις ωραιότερες εικόνες όλων των εποχών. Κάθε τακουνάκι του Σόκρατες και κάθε προσποίηση του Φαλκάο σήμαναν ένα χέρι πάνω στο τουμπερλέκι, έναν υπόκωφο θόρυβο και χορό. Η Βραζιλία ενσάρκωνε το jog bonito και της έμελλε να παίξει τον ρόλο της «Βασίλισσας χωρίς Στέμμα», απέναντι σε μία ομάδα που ούτε καν υποπτευόταν στις αρχές ότι μπορεί να την απειλήσει. Όταν οι Βραζιλιάνοι ανέτρεπαν με απίθανο αισθητικά τρόπο το 1-0 από τη Σοβιετική Ένωση για να φθάσουν στη νίκη με σκορ 2-1- με ένα από τα πιο όμορφα και έξαλλα γκολ που έχουν μπει ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο, του Έντερ, η Ιταλία έφερνε 0-0 με την Πολωνία. Όταν συνέτριβαν τη Σκωτία 4-1, με το εκπληκτικό φάουλ του Ζίκο, οι Ιταλοί έφερναν 1-1 με το Περού. Όταν το jogo bonito αναδεικνυόταν ξανά στο 4-0 επί της Νέας Ζηλανδίας, οι Ιταλοί περνούσαν στην επόμενη φάση ασθμαίνοντας, με το 1-1 με το Καμερούν. Οι Αφρικανοί έμειναν έξω με τρεις ισοπαλίες, επειδή η δική τους με το Περού ήταν «λευκή» ενώ της Ιταλίας είχε γκολ.

Τους Βραζιλιάνους αγαπούσε όλος ο κόσμος. Τους Ιταλούς ούτε οι συμπατριώτες τους.

Έπιασε τρέλα τα ιταλικά Μέσα με εκείνα τα αποτελέσματα στον όμιλο του Μουντιάλ. Η κριτική ξεκίνησε από την πρώτη μέρα, διότι η «Ατζούρα» του Μπέαρζοτ δεν βλεπόταν στα παιχνίδια του ομίλου. Αυτό που έγινε ήταν να βρεθεί ένας φταίχτης, που όσο περνούσε ο καιρός τόσο φαινόταν ότι δεν επρόκειτο να κάνει κάτι σημαντικό στη διοργάνωση. Δεν ήταν μόνο η δυστοκία του που προβλημάτιζε όσο και το ύποπτο παρελθόν του.

ΠΑΟΛΟ ΡΟΣΙ

Ο Πάολο Ρόσι ήταν το πιο «βαρύ» όνομα που κατηγορήθηκε στο σκάνδαλο στοιχηματισμού που οι Ιταλοί έδωσαν το κωδικό όνομα Τοτονέρο, διότι απλούστατα όπως αγαπάνε τα ωραία κοστούμια οι γείτονες αγαπάνε και την κωμωδία, στην οποία ο ήρωας φοράει ωραία κοστούμια. Κάτι σαν την Dolce Vita ή το 8 1/2 του Φελίνι, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο παλμός της αισθητικής της χώρας. Ο επιθετικός της Περούτζια, τότε, είχε τιμωρηθεί με τρία χρόνια τιμωρία για συμμετοχή στο σκάνδαλο στο οποίο ανακατεύτηκαν δύο μαγαζάτορες, ο Αλβάρο Τρίκα και ο Μάσιμο Κρουτσιάνι, και ομάδες από τη Serie A και τη Serie B, δηλαδή οι Μίλαν, Λάτσιο, Περούτζια, Μπολόνια, Αβελίνο και οι Τάραντο και Παλέρμο. Ο θρύλος αναφέρει ότι ήταν και η Γιουβέντους μπλεγμένη, παρ’ όλα αυτά δεν τιμωρήθηκε μετά την απειλή του Τζιοβάνι Ανιέλι ότι εφόσον την ακουμπούσε η ιταλική δικαιοσύνη θα απέλυε όλους τους υπαλλήλους του στη FIAT. Πάντως, η Περούτζια δεν είναι Γιουβέντους. Ο Ρόσι τιμωρήθηκε για τρία χρόνια το 1980, αλλά η έφεση τα έκανε δύο. Ακριβώς στην ώρα, δηλαδή για το Μουντιάλ του 1982. Ο Έντσο Μπέαρζοτ τόλμησε να εμπιστευθεί, για την επίθεση της ομάδας του, έναν ποδοσφαιριστή που ήταν άπραγος σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό και έτσι η επίθεση της Ιταλίας ήταν δυσλειτουργική. Η ομάδα του είχε γίνει βόρας στην κριτική των δημοσιογράφων, η οποία με τον καιρό παγιωνόταν και γινόταν κακοπροαίρετη.

Δεν ήταν, ωστόσο, μακριά από το πνεύμα που διακρίνει τον συναισθηματικό κόσμο των Ιταλών σε ό,τι αφορά την εθνική ομάδα τους. Μετά την ήττα από τη Νότιο Κορέα, το 1966, κεσέδες με γιαούρτια και αυγά περίμεναν την «Ατζούρα» στο Φιουμιτσίνο. Ο αποκλεισμός του 1974 δεν ήλθε χωρίς διαμαρτυρίες και το 1982 η ομάδα υπέφερε πρωτίστως από τον κακό εαυτό της.

Αλλά μετά τη λήξη των ομίλων, ο Έντσο Μπέαρζοτ δεν θα ανεχόταν άλλο τον… τσιφλικισμό των Ιταλών δημοσιογράφων. Θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να γράφουν ό,τι θέλουν, αλλά δεν θα είχαν συμμέτοχους τους Ιταλούς ποδοσφαιριστές. Και φυσικά υπήρχαν κάποιοι που δεν έπαιζαν και που μπορούσαν να διαρρέουν στα Μέσα ό,τι συνέβαινε στην ομάδα. Ο Μπέαρζοτ δεν είχε επιπλέον προβληματισμούς. «Ίδρυσε» την περίφημη Silenzio Stampa, δηλαδή τη «σιωπή προς τον Τύπο». Μέχρι τη λήξη του Μουντιάλ, όποτε και να τελείωνε αυτό για την «Ατζούρα», οι παίκτες δεν είχαν δικαίωμα να μιλάνε στους δημοσιογράφους. Επειδή θα ήταν ανήθικο να συνέβαινε με όλους αυτό, ο Μπέαρζοτ κληροδότησε τον αρχηγό Ντίνο Τζοφ ως εκπρόσωπο της εθνικής Ιταλίας στον Τύπο. Το πρόβλημα ήταν ότι ο θρυλικός 40χρονος τερματοφύλακας εκτιμώνταν από όλη τη χώρα και για το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του, δηλαδή την εγγενή δυσκολία που είχε να μιλάει στους δημοσιογράφους. Αυτή ήταν η πρώτη «σιωπή προς τον Τύπο» στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου και έμεινε ως άγραφος νόμος, δηλαδή όταν μία ομάδα αποφασίσει τη διακοπή δηλώσεων προς τον Τύπο, ο αρχηγός έχει την υποχρέωση να μιλάει.

Το κόλπο του Μπέαρζοτ απέδωσε καρπούς. Είναι ό,τι συμβαίνει όταν μία ομάδα βρίσκει τον εχθρό της. Είναι το κόλπο της «Σουπερμαντολίνης», απομακρύνεις το κακό κάρμα ανεξαρτήτως αν είναι κακό κάρμα. Το βαφτίζεις κακό κάρμα και οι παίκτες νιώθουν ότι έφυγε από πάνω τους η αρνητική ενέργεια. Η ομάδα που παρουσιάστηκε στο δεύτερο προκριματικό γύρο του Μουντιάλ ήταν τελείως διαφορετική. Σε όμιλο με Αργεντινή και Βραζιλία, η Ιταλία βρισκόταν μέσα στον χειρότερο λατινοαμερικανικό κλοιό που μπορούσε να της τύχει.

Αλλά ήταν και μία ομάδα απαλλαγμένη από τον βραχνά των δηλώσεων, των ερωτήσεων με στόμφο, πνεύμα και ειρωνεία.

Από εκεί και ύστερα όλα είναι καταγραμμένες αναμνήσεις.

Στο παιχνίδι με την Αργεντινή, στο «Σάρια» της Βαρκελώνης, ο Κλαούντιο Τζεντίλε εξόντωσε τον Ντιέγκο Μαραντόνα, αφήνοντάς του μία σκισμένη φανέλα, ο Γκαετάνο Σιρέα έκανε ένα μαγευτικό ματς, σε οργάνωση και οι Μάρκο Ταρντέλι και Αντόνιο Καμπρίνι πέτυχαν τα γκολ της νίκης, για να μειώσει ο Ντανιέλ Πασαρέλα. Όταν οι Βραζιλιάνοι νίκησαν 3-1 τους Αργεντινούς αφήνοντάς τους οριστικά εκτός (με το πάτημα των γεννητικών οργάνων του Μπατίστα από τον Μαραντόνα, μία κίνηση η οποία ήταν η εκκίνηση του μύθου του), οι Ιταλοί χρειάζονταν νίκη. Και τότε… αναστήθηκε ο Πάολο Ρόσι.

Λένε, για τη Βραζιλία εκείνη, ότι ο αδύναμος κρίκος της ήταν ο Βαλντίρ Πέρες, ο τερματοφύλακάς της. Το γκολ από τη Σοβιετική Ένωση είναι από τα πιο αστεία που έχει δεχθεί τερματοφύλακας σε Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά παρά το γεγονός ότι ήταν ουσιαστικά ακίνητος στο τέρμα- στην τελευταία Ωδή της Χαράς των Βραζιλιάνων, της τελευταίας ομάδας που ουσιαστικά ήταν ανίκανη να κάνει καθυστερήσεις και που δεν υπολόγιζε τη θέση του τερματοφύλακα μετά τον Λεάο (συν της άλλοις, η κατάρα του Μπαρμπόσα έπαιζε το ρόλο της σε ένα θρησκόληπτο λαό), δεν έχει την τεράστια ευθύνη στην Ανάσταση του Πάολο Ρόσι. Το χατ τρικ του που, παρά τις εκπληκτικές εμπνεύσεις των Σόκρατες (ένα πλασέ στην κλειστή γωνία) και του Φαλκάο (μία προσποίηση για πάσα, που άλλαξε την ισορροπία της ιταλικής άμυνας και του επέτρεψε να κάνει το ελεύθερο σουτ), χάρισε τη νίκη στους Ιταλούς και βύθισε στο πένθος τους φίλους εκείνης της απίθανης ομάδας, που μόνο η αποτυχία της να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν την βάζει στις 5 κορυφαίες όλων των εποχών.

Όταν σκόραρε ο Ρόσι, λύθηκαν τα μάγια: έβαλε δύο γκολ στον ημιτελικό με την Πολωνία και άνοιξε το σκορ στον τελικό με τη Δυτική Γερμανία, μετά το χαμένο πέναλτι του Καμπρίνι. Η περιγραφή του Γιάννη Διακογιάννη έκανε πολλούς Έλληνες να θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι, ενώ ο πανηγυρισμός του Μάρκο Ταρντέλι μετά το δεύτερο γκολ στον τελικό είναι μία στιγμή που μνημονεύεται σε πολλά τρέιλερ. Και μετά «το ποδόσφαιρο των ρομπότ», το τακουνάκι του Μπρούνο Κόντι που «σπάει το τεχνικό οφσάιντ», πριν το γκολ του Αλτομπέλι στο 81’ που έκανε το 3-0. Ο άτυχος Τζιανκάρλο Αντονιόνι, που δεν έπαιξε σε εκείνο το ματς λόγω τραυματισμού στον ημιτελικό με την Ιταλία.

Και μετά, η επιβλητική παρουσία του Πάουλ Μπράιτνερ, του πρώτου ποδοσφαιριστή που σκόραρε σε δύο διαφορετικούς τελικούς Μουντιάλ, που γύριζε αργά μετά το εύστοχο πέναλτί του που έγραψε το τελικό 3-1. Ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, Σάντρο Μπερτίνι, που ήταν ο πιο ευτυχισμένος θεατής στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» εκείνη τη νύχτα της 11ης Ιουλίου, πανηγύριζε σαν μικρό παιδί και ο Ταρντέλι συνόψισε την ιστορία με μία φράση:

«Φίλοι μου, η Σιωπή μάς έφερε τύχη».

Διαβάστε επίσης

Ηττήθηκε ο Μέσι

Ηττήθηκε ο Μέσι

Ο Λιονέλ Μέσι δέχθηκε την πρόκληση για έναν αγώνα ποδοσφαίρου, αλλά δεν πήγαν τα πράγματα όπως θα ήθελε.